- αρχοντοχωριάτης
- οθηλ. -ισσα πλούσιος χωριάτης, πλούσιος αλλά αγροίκος άνθρωπος: Όσα λεφτά και να απόχτησε, δεν έπαψε να 'ναι αρχοντοχωριάτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρχοντοχωριάτης — ο (θηλ. ισσα, η) 1. ο χωριάτης άρχοντας, ο πλούσιος χωρικός 2. αυτός που προσπαθεί να φαίνεται άρχοντας αλλά δεν μπορεί να κρύψει την ταπεινή καταγωγή του … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
Γκιωνάκης, Γιάννης — (Αθήνα 1922 – 2002). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του θεάτρου Τέχνης και στο Εθνικό Ωδείο. Το 1944 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο Ο τελευταίος ασπροκόρακας του Αλ. Σολομού και το 1945 άρχισε να… … Dictionary of Greek
Μαριβό, Πιερ Καρλέ ντε Σαμπλέν ντε- — (Pierre Carlet de Chamblain de Marivaux, Παρίσι 1688 – 1763). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από αστική οικογένεια και μεγάλωσε στην επαρχία. Σπούδασε στο Παρίσι, ενώ παράλληλα σύχναζε στους φιλολογικούς κύκλους της πόλης, οπότε συνδέθηκε με το… … Dictionary of Greek
Σούτσας, Παντελής — Ένας από τους πρώτους Έλληνες ηθοποιούς (1818 1875). Τυπογράφος στο επάγγελμα, διάβασε τον Ιβανόη του Ουόλτερ Σκοτ και θέλησε να τον δραματοποιήσει. Από την απόφαση του αυτή ξεκινά η στροφή του προς το θέατρο, που τον οδήγησε στη συγκρότηση… … Dictionary of Greek